- αειμούρμουρος
- -η, -ο και -ος, -οόποιος μουρμουρίζει συνεχώς και για όλα, μεμψίμοιρος, «μουρμούρης».[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τού δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη για τους συναδέλφους του, που επέκριναν τα πάντα< αεί + μουρμούρα].
Dictionary of Greek. 2013.